- βάθυσμα
- βάθυσμαdeep placeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βάθυσμα — βάθυσμα, το (Α) βαθύ μέρος, σημείο («βάθυσμα λίμνης») … Dictionary of Greek
βαθύσματα — βάθυσμα deep place neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιμοσφαιριόμετρο — Όργανο που χρησιμοποιείται για την αρίθμηση των έμμορφων στοιχείων του αίματος. Χρησιμοποιούνται διάφοροι τύποι α. Όλοι αποτελούνται βασικά από μία παχιά πλάκα που στο κέντρο της έχει ένα βάθυσμα 0,0001 μ. Ο πυθμένας του βαθύσματος διαιρείται σε… … Dictionary of Greek